- φορβάς
- (-άδος) η кобыла
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φορβάς — giving pasture masc/fem nom sg φορβά̱ς , φορβή pasture fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φόρβας — Φόρβᾱς , Φόρβας masc nom sg Φόρβᾱς , Φόρβης masc acc pl Φόρβᾱς , Φόρβης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φόρβας — Μυθικός ήρωας, που εμφανίζεται σε πολλούς κύκλους μύθων, γιος του Λαπίθη ή του Τριόπα, γιου του Αιόλου ή του Ποσειδώνα. Βοήθησε τον βασιλιά της Ήλιδας Αλέκτορα εναντίον του Πέλοπα και εκείνος του έδωσε μεγάλη έκταση γης και την κόρη του Υρμίνη.… … Dictionary of Greek
φορβά — φορβάς giving pasture masc/fem voc sg φορβά̱ , φορβή pasture fem nom/voc/acc dual φορβά̱ , φορβή pasture fem nom/voc sg (doric aeolic) φορβόν neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβάδα — φορβάς giving pasture masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβάδας — φορβάς giving pasture masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβάδες — φορβάς giving pasture masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβάδι — φορβάς giving pasture masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβάδος — φορβάς giving pasture masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβάδων — φορβάς giving pasture masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβάσι — φορβάς giving pasture masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)